Η επιμερισμένη διαχείριση επιτρέπει την ανάληψη ευθύνης στο κατάλληλο επίπεδο και, ως εκ τούτου, επιτρέπει στη χρηματοδότηση να υποστηρίζει καλύτερα τους στόχους του ΕΚΤ+. Μαζί με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ), το Ταμείο Συνοχής (ΤΣ) και το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης (ΤΔΜ), το ΕΚΤ+ αποτελεί αναπόσπαστη συνιστώσα της πολιτικής συνοχής της ΕΕ.
Πώς λειτουργεί η επιμερισμένη διαχείριση
Με την επιμερισμένη διαχείριση, την ευθύνη για τη διαχείριση του ΕΚΤ+ φέρουν τόσο η Επιτροπή όσο και τα κράτη μέλη.
Στην αρχή κάθε επταετούς περιόδου προγραμματισμού, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συμφωνούν σχετικά με τις βασικές προτεραιότητες για τις επενδύσεις του ΕΚΤ+, οι οποίες καθορίζονται σε εθνικά ή περιφερειακά προγράμματα. Για παράδειγμα, ένα κράτος μέλος και η Επιτροπή ενδέχεται να συμφωνούν ότι πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ανεργία των νέων ή στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος του κράτους.
Μόλις επιτευχθεί συμφωνία για τα προγράμματα, τα κράτη μέλη είναι υπεύθυνα για την υλοποίηση των προγραμματισμένων δράσεων —συμπεριλαμβανομένης της επιλογής συγκεκριμένων έργων για χρηματοδότηση και της πληρωμής των διοργανωτών των έργων. Τα κράτη μέλη χορηγούν χρηματοδότηση σε ευρύ φάσμα οργανισμών —δημόσιους φορείς, ιδιωτικές εταιρείες και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η Επιτροπή παρακολουθεί την υλοποίηση, επιστρέφει τις δαπάνες και φέρει την τελική ευθύνη για τον προϋπολογισμό.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η επιμερισμένη διαχείριση λειτουργεί στο πλαίσιο της αρχής της εταιρικής σχέσης, σύμφωνα με την οποία οι εταίροι και τα ενδιαφερόμενα μέρη θα πρέπει να συμμετέχουν σε όλα τα στάδια, από τον προγραμματισμό έως την υλοποίηση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση. Η αρχή αυτή είναι καίριας σημασίας για να διασφαλίζεται ότι οι δαπάνες είναι όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικές και αποδοτικές.
Η συγχρηματοδότηση, βασική αρχή της επιμερισμένης διαχείρισης του ΕΚΤ+, επιτρέπει τόσο στον προϋπολογισμό της ΕΕ όσο και στον προϋπολογισμό ενός κράτους μέλους να συνεισφέρουν στον συνολικό προϋπολογισμό ενός προγράμματος του ΕΚΤ+. Ανάλογα με τον τομέα των επενδύσεων και το επίπεδο ανάπτυξης της περιφέρειας στην οποία πραγματοποιούνται οι δραστηριότητες, το ποσοστό συγχρηματοδότησης της ΕΕ μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 50 % και 95 %.